- διαγγέλματα
- διάγγελμαa messageneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγγελιαφόρος — Αυτός που φέρνει ειδήσεις, αγγελίες ή διαγγέλματα. Οποιοδήποτε άτομο που, είτε περιστασιακά είτε επαγγελματικά, έχει εξουσιοδοτηθεί να διαβιβάσει προφορικά ή γραπτά εντολές, παραγγελίες, μηνύματα ή σχέδια. Η χρησιμοποίηση α. ήταν σε παλαιότερες… … Dictionary of Greek
κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας … Dictionary of Greek
Σίλαμπους — Κατάλογος με τις κυριότερες «πλάνες» της εποχής, που κοινοποίησε ο πάπας Πίος IX στις 8 Δεκεμβρίου του 1864, σαν συμπλήρωμα στην εγκύκλιο Κουάντα κούρα. Στις ογδόντα παραγράφους του απαριθμούνται οι «κυριότερες πλάνες και οι ψευτοδιδασκαλίες» που … Dictionary of Greek